ἀνόδοντα

ἀνόδοντα
ἀνόδοντος
neut nom/voc/acc pl
ἀνόδων
toothless
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανόδοντα — (anodonta). Γένος μαλακίων, που ανήκει στην τάξη των ετεροδόντων. Ζουν σε περιοχές με γλυκά νερά στην Ευρώπη, την Ασία και την Αμερική. Έχουν αρκετά μεγάλο όστρακο, με σκούρο πράσινο χρώμα, ενώ εσωτερικά καλύπτονται από παχύ στρώμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”